Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Στις 10 Φεβρουάριου του 1885 ιδρύθηκε στη Φιλιππούπολη η οργάνωση
 «Βουλγαρική Μυστική Επαναστατική Κεντρική Επιτροπή», 
που έθεσε ως άμεσο στόχο της την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία.

Υποεπιτροπές της οργάνωσης συγκροτήθηκαν σε ολόκληρη την Ανατολική Ρωμυλία, διοργανώθηκαν συλλαλητήρια ενώ μέσω των βουλγαρικών εφημερίδων της Ανατολικής Ρωμυλίας εκλαϊκεύθηκε η ιδέα της ένωσης και αποκαταστάθηκαν επαφές με βουλγαρομακεδονικούς κύκλους της βουλγαρικής ηγεμονίας.
Γραμματόσημα σε τρεις γλώσσες,
Ελληνική-Βουλγαρική-Τουρκική
και τίτλος ιδιοκτησίας της
 Αυτόνομης Ανατολικής Ρωμυλίας
 1879-1885

Η παμβουλγαρική εθνική υπόθεση απέκτησε νέα δυναμική.

 Με την ευκαιρία της εβδόμης επετείου της υπογραφής της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, Βούλγαροι υπάλληλοι της Στενημάχου προσκάλεσαν Βουλγάρους περίοικους από τα γειτονικά χωριά και διοργάνωσαν συλλαλητήριο στη βουλγαρική συνοικία της πόλης, διαμαρτυρόμενοι για την καταπίεση των Βουλγάρων της Μακεδονίας, που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της, όπως ισχυρίζονταν.

Επειδή η εκδήλωση αποσκοπούσε και στο να αποδείξει ότι η Στενήμαχος είχε ήδη εκβουλγαρισθεί, οι τοπικοί φορείς, με επικεφαλής τον βουλευτή Σωτήριο Αντωνιάδη, διοργάνωσαν αντισυλλαλητήριο στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο με τη συμμετοχή 4.000 Ελλήνων και όλων των Οθωμανών της πόλης.

 Στον φλογερό του λόγο ο Αντωνιάδης στιγμάτισε τη βουλγαρική προπαγάνδα,
η οποία χαρακτήριζε τη Μακεδονία «ως βουλγαρική χώρα», αναφέρθηκε στους Ελληνες και τους Οθωμανούς που αποτελούσαν την πλειοψηφία και κάλεσε τις Μεγάλες Δυνάμεις να μη δώσουν την παραμικρή προσοχή στις φαντασιώσεις των Βουλγάρων, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν την αυτονομία της Ανατολικής Ρωμυλίας για την καταδυνάστευση των μειονοψηφιών.

Στο πνεύμα του λόγου του Αντωνιάδη, συντάχθηκε στα γαλλικά και το σχετικό ψήφισμα που υποβλήθηκε στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων και στον Γενικό Διοικητή.

Τα βασικά σημεία του ψηφίσματος σε ελληνική μετάφραση ήταν τα ακόλουθα:

 «1) Ενδιαφερόμενοί περί της τύχης της Μακεδονίας, ως οικουμένης το πλείστον υπό Ελλήνων και Οθωμανών, διαμαρτρόμεθα κατά των πανσλανϊστικών ραδιουργιών και υποκινήσεων των τεινουσών εις το να διαπιστωθή παρά τη κοινή γνώμη της Ευρώπης, ότι η Μακεδονία είνε χώρα βουλγαρική, και αποκρούομεν μετ’ αγανακτήσεως τα υπό των Βουλγάρων μετερχόμενα μέσα, λόγω μεν προς βελτίωσιν δήθεν της τύχης των κατοίκων της Μακεδονίας, πράγματι δε προς εξυπηρέτησιν δολίων πολιτικών σκοπών και ξένων συμφερόντων.


 2) Διαμαρτυρόμεθα κατά της αποφάσεως της ληφθείσης εν τη απόπειρα συγκροτήσεως συλλαλητηρίου υπό περίοικων τινών Βουλγάρων χωρικών εν τίνι αποκέντρω προαστείω της ελληνικωτάτης ημών πόλεως εν ονόματι δήθεν των κατοίκων Στενημάχου. 


3) Εκφράζομεν την βαθείαν ημών λύπην επί ταις προσβολαίς και ταις ύβρεσιν ταις απευθυνθείσας υπό των Βουλγάρων εν τοις συλλαλητηρίοις και διαδηλώσεσιν αυτών κατά των Ελλήνων και των Οθωμανών, κατά της κυριαρχίας του Σουλτάνου και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.


 4) Παρακαλούμεν τας Δυνάμεις συνυπογραιράσας την συνθήκην του Βερολίνου, ίνα εν τη ευθυδικία αυτών επιβάλωσιν την πίστην εφαρμογήν του Οργανικού νόμου της Ανατολικής Ρωμυλίας, του αναφανδόν καταπατουμένου υπ’ αυτών εκείνων, οίτινες συγκροτούντες ενταύθα συλλαλητήριον υπέρ των εν Μακεδονία Βουλγάρων, απαιτούσιν την εισαγωγήν δήθεν φιλελευθέρων θεσμών εν Μακεδονία ...» .

 Ως αντίδραση στη συμμετοχή Βουλγάρων της Ανατολικής Ρωμυλίας στις εορταστικές εκδηλώσεις στη Σόφια για τα 1.000 χρόνια από τον θάνατο του Μεθοδίου, ενέργεια που σημειολογικά υποδήλωνε τις βουλγαρικές διεκδικήσεις επί της Μακεδονίας,
οι Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας αποφάσισαν να εορτάσουν επιδεικτικά την ονομαστική εορτή του βασιλέως Γεωργίου. 

Με τη σύμφωνη γνώμη του γενικού προξένου, Νικόλαου Γεννάδη, σημαιοστόλισαν το απόγευμα της 22ας Απριλίου 1885 τις οικίες και τα καταστήματα.

Η πατριωτική αυτή κίνηση των Ελλήνων προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του βουλγαρικού όχλου, ο οποίος «ήρξατο επιτιθέμενος αδιακρίτως κατά παντός Έλληνας το έθνος και διερχόμενος ανά πάσας τας ελληνικός συνοικίας έθραυε και κατέστρεφε παν το προυτυχόν, καθυβρίζων βαναύσως και αγενώς τψ ψετέραν εθνότητα, το δε χείριστον είναι ότι πάσαι αι βιοπραγίαι αύται διεπράττοντο τη προστασία και συγκαλήψει των οργάνων της διοικήσεως και της δψοσίας δυνάμεως ...».

Την επόμενη μέρα, λόγω της αστυνομικής διαταγής που απαγόρευσε κάθε συλλαλητήριο, οι Ελληνες υπέστειλαν τις σημαίες αλλά τα έκτροπα του βουλγαρικού όχλου, με την ανοχή των τοπικών αρχών, συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση.

 Οι διαδηλωτές πολιόρκησαν τη μητρόπολη Φιλιππουπόλεως με απειλητικές διαθέσεις. Ο Γεννάδης ζήτησε την υποστήριξη του Άγγλου προξένου ο οποίος, παρά την κωλυσιεργία του Ρώσου συναδέλφου του, κατάφερε τελικά να πείσει τον Γενικό Διοικητή, Γαβριήλ Κρέστεβιτς, να εξαναγκάσει τους διαδηλωτές να άρουν την πολιορκία της μητρόπολης.
Το εθνοτικό μίσος καλλιεργούνταν έντεχνα από τη «Βουλγαρική Κεντρική Μυστική Επαναστατική Επιτροπή» με την ενθάρρυνση των ίδιων των κρατικών αρχών.

Ήταν η εθνικιστική έξαρση των Βουλγάρων εν όψει των προετοιμασιών για την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη βουλγαρική ηγεμονία. Η ταν ένα κίνημα που ξεκίνησε από τη βάση, αλλά, καθώς η ιδέα της ένωσης είχε ήδη ωριμάσει στη συνείδηση της πολιτικής ηγεσίας, οι αντιστάσεις ήταν μηδαμινές.
Επίσης, η διεθνής συγκυρία δεν ήταν δυσμενής. Αμφιβολίες υπήρχαν ίσως για τη στάση της Ρωσίας. Τα γεγονότα της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας (6/19 Σεπτεμβρίου 1885) έχουν αποτελέσει αντικείμενο αναλυτικής έρευνας από τους Βουλγάρους ιστορικούς. 
Η ελληνική κυβέρνηση Δηλιγιάννη, η οποία φοβόταν βουλγαρική εξέγερση στη Μακεδονία στον απόηχο του βουλγαρικού πραξικοπήματος της Φιλιππούπολης, εξέταζε δύο σενάρια:

1) Η Οθωμανική Αυτοκρατορία να εισβάλει στην Ανατολική Ρωμυλία και να αποκαταστήσει την τάξη. Στην περίπτωση αυτή, η Ελλάδα θα στήριζε διπλωματικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

2) Εισβολή της Ελλάδας στη Μακεδονία ή στην Η πείρο, με σκοπό τη διεκδίκηση εδαφών, ως αντιστάθμισμα σε περίπτωση που οι Μεγάλες Δυνάμεις αποδέχονταν το βουλγαρικό πραξικόπημα. Εδώ τέθηκε ζήτημα στρατιωτικής συνεργασίας της Ελλάδας με τη Σερβία κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
 Σύντομα, ωστόσο, έφτασαν βάσιμες πληροφορίες στην Αθήνα από τη Σόφια ότι η βουλγαρική κυβέρνηση του Πέτκο Καραβέλωφ και ο ηγεμόνας Αλεξάντερ Μπάτενμπεργκ σε καμία περίπτωση δεν σχέδιαζαν να προκαλέσουν εξέγερση στη Μακεδονία, διότι προείχε η διεθνής αναγνώριση της ένωσης της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη βουλγαρική ηγεμονία.

Η μεταβολή των σερβικών σχεδίων, η κήρυξη πολέμου από τη Σερβία κατά της Βουλγαρίας για την κατάληψη στρατηγικών σημείων, ώστε να ελέγχεται η Σόφια, και η επακόλουθη συντριπτική ήττα της Σερβίας κατέστησαν άνευ περιεχομένου κάθε πολεμικό σχέδιο της Αθήνας για εισβολή στην Ηπείρο ή στη Μακεδονία, από τη στιγμή που και οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν ενέκριναν πολεμικές επιχειρήσεις. 
Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη συντηρούσε μια πολεμική ατμόσφαιρα στην Ελλάδα, ελπίζοντας ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις κατά τον οριστικό διακανονισμό του βουλγαρικού ζητήματος θα λάμβαναν υπόψη τα ελληνικά αιτήματα.
 Με την υπογραφή της σύμβασης του Τοπχανέ έληξε ο λεγόμενος «ψευτοπόλεμος του Δηλιγιάννη». Η σύμβαση του Τοπχανέ (5 Απριλίου του 1886) προέβλεπε την προσωπική ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη βουλγαρική ηγεμονία ενώ ο ηγεμόνας της Ανατολικής Ρωμυλίας θα εκτελούσε ταυτόχρονα και χρέη Γενικού Διοικητού, καταβάλλοντας τον φόρο υποτέλειας στην Υψηλή Πύλη.

 De jure η Ανατολική Ρωμυλία παρέμεινε οθωμανική επαρχία, αλλά η Υψηλή Πύλη δεν είχε το δικαίωμα να διατηρεί εκεί στρατό.
 Η Ρωσία, που στην ουσία ήταν κατά του ηγεμόνα Αλεξάντερ Μπάτενμπεργκ λόγω της ανεξάρτητης πολιτικής του και όχι κατά της ένωσης, επέβαλε στην πράξη της προσωπικής ένωσης της σύμβασης του Τοπχανέ να μη μνημονευθεί το όνομα του Μπάτενμπεργκ.
Η Ρωσία στήριξε τη βουλγαρική ηγεμονία στο ζήτημα της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας, αλλά είχε θέσει ως όρο την απομάκρυνση του Μπάτενμπεργκ και την ανάκτηση της επιρροής της στη Βουλγαρία.

Ο βουλγαρικός πολιτικός κόσμος και το στράτευμα διχάστηκαν σε Ρωσόφιλους και φιλοδυτικούς Ρωσόφοβους. Μετά την παραίτηση του Μπάτενμπεργκ, λόγω έντονων ρωσικών πιέσεων, και την απόρριψη από τη βουλγαρική Μεγάλη Εθνοσυνέλευση του υποψηφίου της Ρωσίας για την ηγεμονία της Βουλγαρίας, του Γεωργιανού πρίγκιπα Νικόλα Μιγκριέλι, διακόπηκαν για δέκα περίπου χρόνια οι ρωσοβουλγαρικές διπλωματικές σχέσεις. 
Μετά από μια μεγάλη περιπέτεια για την εξεύρεση ηγεμόνα, τελικά σε βουλγαρική αντιπροσωπεία που μετέβη στη Βιέννη προτάθηκε ως ηγεμόνας ο πρίγκιπας του Κοβούργου της Σαξωνίας, Φερδινάνδος.

Η βουλγαρική Μεγάλη Εθνοσυνέλευση ενέκρινε τον Ιούνιο του 1877 την υποψηφιότητα του Φερδινάνδου, ο οποίος τον Αύγουστο του ίδιου έτους έφτασε στη Βουλγαρία. Η εκλογή του Φερδινάνδου δεν εξασφάλισε την επιδοκιμασία της Βουλγαρίας από την Υψηλή Πύλη και τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Για 9 περίπου χρόνια παρέμενε μία συμβολική φιγούρα στη διεθνή πολιτική σκηνή, χωρίς να μπορεί να υπογράφει διεθνείς συμφωνίες και να δέχεται ξένους ηγέτες.
Στην πολιτική σκηνή της Βουλγαρίας κυριαρχούσε η μορφή του πρωθυπουργού Στέφαν Σταμπουλώφ (1887-1894), ηγέτη του Λαϊκο-Φιλελεύθερου Κόμματος.
Ο Σταμπουλώφ ακολούθησε μια δυτικόφιλη εξωτερική πολιτική και στράφηκε κυρίως προς την Αυστρο-Ουγγαρία και την Αγγλία.
Από οικονομική άποψη, η Βουλγαρία επιτέλεσε σημαντική πρόοδο. Με την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Τσάριμπροντ-Βακαρέλ ολοκληρώθηκε η σιδηροδρομική σύνδεση της Βιέννης με την Κωνσταντινούπολη που εγκαινιάστηκε επίσημα στις 12 Αυγούστου 1888.

 Η Βουλγαρία εισήλθε στην ευρωπαϊκή αγορά και αυστριακό κεφάλαιο διείσδυε στη χώρα.
 Το 1891 εγκαινιάστηκε η σιδηροδρομική γραμμή Γιάμπολ- Πύργου και καταστρώθηκαν σχέδια για την κατασκευή των λιμανιών του Πύργου και της Βάρνας.
Λόγω των εμπορικών ευκαιριών που παρείχαν η σιδηροδρομική σύνδεση της Βιέννης με την Κωνσταντινούπολη, η σιδηροδρομική σύνδεση του εσωτερικού της Ανατολικής Ρωμυλίας με τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και η ατμοπλοία του Δούναβη, στην Ανατολική Ρωμυλία παρατηρήθηκε ένα νέο μεταναστευτικό ρεύμα Ελλήνων υπηκόων.
Η σταδιακή ανάπτυξη των βουλγαρικών λιμανιών του Πύργου και της Βάρνας και το εκτενές εσωτερικό σιδηροδρομικό δίκτυο της Βουλγαρίας ευνοούσαν τις ελληνικές εμπορικές δραστηριότητες με σημείο εκκίνησης τον Πειραιά, τη διέλευση των Στενών με ατμόπλοια, την προσάραξη στον Πύργο και τη διακίνηση των προϊόντων στο εσωτερικό της Βουλγαρίας.

 Ελληνες υπήκοοι, που ασχολούνταν με το εμπόριο, δραστηριοποιούνταν κατά μήκος της γραμμής Πύργου-Βάρνας . Παρά την απουσία επί του παρόντος αρκετών διαθέσιμων στοιχείων, πιστοποιείται από διάσπαρτες πηγές και η μετανάστευση Ελλήνων από τη Δυτική Μακεδονία στην Ανατολική Ρωμυλία, λόγω των παρεχόμενων οικονομικών ευκαιριών.

Πέμπτη, 31 Μαΐου 2012

Ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας και η στάση του έναντι της Μακεδονίας (1879-1906)

Σχολείο στο Καβακλή της Ανατ. Ρωμυλίας. Έτος 1900
Σπυρίδων Σφέτας

 Η ίδρυση της Ανατολικής Ρωμυλίας ως ημιαυτόνομης ηγεμονίας οφειλόταν σε πολίτικους λόγους, άμεσα συνδεδεμένους με την αγγλική και την αυστριακή πολιτική.

Η περιοχή αυτή όφειλε να αποτελέσει μία «ουδέτερη ζώνη, ένα ανάχωμα» στις προσπάθειες της Ρωσίας να διεισδύσει περαιτέρω στα Βαλκάνια και να καταλάβει τα Στενά.

Από την Ανατολική Ρωμυλία διερχόταν η σιδηροδρομική γραμμή Κωνσταντινοΰπολης-Μπέλοβο, με μία διακλάδωση μέχρι την Αδριανούπολη και με μία άλλη μέχρι την πόλη Γιάμπολ μέσω του Τύρνοβο-Σεϋμέν και της Νόβα Ζαγκόρα.

Οι σιδηροδρομικές αυτές γραμμές αποτελούσαν ιδιοκτησία της Εταιρείας Ανατολικών Σιδηροδρόμων, ενός επιχειρηματικού ομίλου που ανήκε στον Εβραίο βαρώνο Χιρς από τη Βιέννη. Σκοπός των Αυστριακών ήταν η άμεση σύνδεση της Κωνσταντινούπολης με τη Βιέννη και έτσι η περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας συγκέντρωνε το ενδιαφέρον τους. 

Η πολυεθνικότητα της περιοχής, που κατοικούνταν από Βουλγάρους, Έλληνες, Πομάκους, Αρμενίους, Εβραίους και άλλους λαούς, παρείχε την ευκαιρία εκμετάλλευσης εθνοτικών διενέξεων για άσκηση επιρροής.
 Έτσι, η Αυστρία και η Αγγλία ευνοούσαν το ελληνικό και το μουσουλμανικό στοιχείο, ενώ η Ρωσία τους Βουλγάρους. 
Ο συνταγματικός χάρτης της Ανατολικής Ρωμυλίας, ο Οργανικός Κανονισμός, τον οποίο επεξεργάστηκε μία ευρωπαϊκή επιτροπή, προέβλεπε την ισοτιμία των γηγενών της κατοίκων, της βουλγαρικής πλειοψηφίας και των «μειονονηφιών», κατοχύρωνε τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα των πολιτών, τη θρησκευτική και εκπαιδευτική αυτονομία των κοινοτήτων και αναγνώριζε την ισοτιμία της βουλγαρικής, τουρκικής και ελληνικής γλώσσας στις διοικητικές και δικαστικές Αρχές.

Η εκτελεστική εξουσία ασκούνταν από τον Γενικό Διοικητή και το εξαμελές Διευθυντήριο, ένα είδος υπουργικού συμβουλίου, η νομοθετική από την Τοπαρχική Συνέλευση, δηλαδή τη βουλή, και τη Διαρκή Επιτροπή, ένα είδος γερουσίας.
 Δικαίωμα ψήφου είχαν οι άρρενες άνω των 21 ετών, αλλά με κριτήριο την περιουσία και την παιδεία τους. 
Η Τοπαρχιακή Συνέλευση αποτελούνταν από 56 βουλευτές:
36 εκλέγονταν με άμεση ψηφοφορία,
10 διορίζονταν από τον ηγεμόνα και άλλοι 10 αποκτούσαν την ιδιότητα του βουλευτή τιμητικά .
Αστική Λέσχη Φιλιππούπλης 1900.

Καθώς το σύνταγμα της Ανατολικής Ρωμυλίας ήταν φιλελεύθερο, η πολυεθνική και πολυπολιτισμική αυτή τοποθεσία θα μπορούσε να αποτελέσει χαρακτηριστικό παράδειγμα αρμονικής συμβίωσης.
Αλλά τον 19ο αιώνα η προοπτική αυτή δεν υφίστατο.
Η ύπαρξη ενός γειτονικού βουλγαρικού κράτους και η πρόσληψη των αποφάσεων του Συνεδρίου του Βερολίνου από τη βουλγαρική πολιτική ελίτ της βουλγαρικής ηγεμονίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας ως μίας «ιστορικής αδικίας», καθιστούσαν για τους Βουλγάρους επιτακτική ανάγκη τον πλήρη εκβουλγαρισμό της περιοχής, με άμεσο στόχο την ένωσή της με τη Βουλγαρία. Αριθμητικά οι Βούλγαροι αποτελούσαν την πλειοψηφία, οι Έλληνες συγκροτούσαν μία δυναμική μειοψηφία με οικονομική και πολιτισμική εμβέλεια ενώ οι Τούρκοι -αν και αριθμητικά περισσότεροι των Ελλήνων- δεν διέθεταν ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες, ώστε να επιτευχθεί ένας αποτελεσματικός συντονισμός των ενεργειών τους με τους Έλληνες κατά των βουλγαρικών βλέψεων.

 Σύμφωνα με στατιστική που συνέταξαν οι Ρώσοι το 1879, στην Ανατολική Ρωμυλία η πληθυσμιακή σύνθεση είχε ως εξής:
Βούλγαροι 537.231, 
Τούρκοι 174.759,
 Έλληνες 42.516, 
Αθίγγανοι 19.524, 
Εβραίοι 4.177, 
Αρμένιοι 1.306. 
Σύνολο 815.513 άτομα . 

Οι θρακικοί σύλλογοι αμφισβήτησαν τα δεδομένα της εν λόγω στατιστικής αναφορικά με τον αριθμό των Ελλήνων, ο οποίος κατά τους υπολογισμούς τους ανερχόταν σε 60.000 ψυχές .
 Ασφαλή δεδομένα δεν υπήρχαν για την Ανατολική Ρωμυλία.
Όπως και για τη Μακεδονία, διεξαγόταν ο πόλεμος της χαρτογραφίας και των στατιστικών.
 Κατά την αυστριακή στατιστική, οι Έλληνες ανέρχονταν σε 48.000 άτομα, κατά την αγγλική σε 53.000, κατά τη βουλγαρική σε 42.000, κατά τα δεδομένα της μητρόπολης Φιλιππουπόλεως σε 63.000, κατά την ελληνική κυβέρνηση σε 130.000.
Αν ως κριτήριο θεωρηθεί όχι μόνο η γλώσσα (αναμφίβολα υπήρχαν γλωσσικά εξελληνισμένοι Βούλγαροι και Γκαγκαούζοι) αλλά κυρίως η συνείδηση και η «εθνικοποίηση» της διάκρισης Εξαρχικός (Βούλγαρος) και Πατριαρχικός (Ελληνας), ο ελληνισμός δεν ξεπερνούσε τις 70.000-80.000 ψυχές και συνιστούσε μία αριθμητική μειονοψηφία που, μαζί με τους Τούρκους, αποτελούσε το 1/3 περίπου του συνολικού πληθυσμού του τόπου.

Ιδιαίτερα έντονη ήταν η παρουσία του στη Φιλιππούπολη (5.500 άτομα), στην Αγχίαλο (6.000 άτομα), στον Πύργο, στη Στενήμαχο (10.000 άτομα), στοΚαβακλή (6.000 άτομα στην κωμόπολη και 11.848 άτομα στην επαρχία Καβακλή, δηλαδή στα χωριά Καρυές, Σιναπλή, Μέγα Μοναστήρι, Μικρό Μοναστήρι, Δογάνογλου, Τσικούρκοϊ), στη Μεσημβρία και στη Βάρνα (που δεν συμπεριλαμβανόταν, ωστόσο, στη διοικητική διαίρεση της Ανατολικής Ρωμυλίας) .
Αρχείο Συνδέσμου Ανατολικορωμυλιωτών Β. Ελλάδος

 Ο αστικός πληθυσμός ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο, την αλιεία, την παραγωγή αλατιού στις αλυκές, τη βιοτεχνία και γενικά τα ελεύθερα επαγγέλματα ενώ οι αγρότες με την αμπελουργία, την καπνοπαραγωγή και τη σηροτροφία .
Καθώς η ορθόδοξη χριστιανική βαλκανική αλληλεγγύη είχε πλέον απολέσει τη σημασία της και οι εθνοτικές συγκρούσεις ήταν αναπόφευκτες, το φλέγον ζήτημα για τον ελληνισμό δεν ήταν η διάδοση της πνευματικής του ακτινοβολίας στους αλλογλώσσους, αλλά η επιβίωσή του και η διατήρηση της ταυτότητάς του.

Ο υποπρόξενος Φιλιππουπόλεως Αθανάσιος Ματάλας, παρόλο που προδιέγραψε ζοφερό το μέλλον του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας, επεσήμανε ωστόσο την ανάγκη να αποτελέσει ένα αντιστάθμισμα έναντι των Βουλγάρων στη Μακεδονία.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν καμιά αμφιβολία ότι ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίαςθα απορροφούνταν από τον βουλγαρικό όγκο, αλλά εκτιμούσαν ότι η διαδικασία αφομοίωσης έπρεπε να δυσχεραίνεται και να χρησιμεύει ως διαπραγματευτικό όπλο της Ελλάδας για την επίτευξη μιας ελληνοβουλγαρικής συμφωνίας για κατανομή της Μακεδονίας σε ζώνες επιρροής.

Άποψη Καβακλή 1904
 Ο Δημήτριος Αργυριάδης, βουλευτής Καβακλή μετά τις εκλογές του 1881, σε έκθεσή του (2/15 Νοεμβρίου 1882) προς τον γενικό πρόξενο Φιλιππουπόλεως, Αρίστο Δρακόπουλο,

επεσήμανε ότι ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας ήταν στην ουσία 
ο θρακικός ελληνισμός.

 Αν η Ελλάδα διεκδικούσε την Κωνσταντινούπολη, έπρεπε να έχει και μία ενδοχώρα και για τον λόγο αυτόν, όφειλε να δείξει το έμπρακτο ενδιαφέρον της, ενισχύοντας οικονομικά τις ελληνικές κοινότητες της Ανατολικής Ρωμυλίας.

«Οι εν Ανατολική Ρωμυλία Έλληνες, θεωρούντες εαυτούς ως αναπόσπαστα μέλη της μεγάλης οικογένειας, μεθ' όλην την ασθένειαν των εαυτών δυνάμεων αγωνίζονται μεν ίνα διατηρήσουν την ατομικότητα του εθνισμού αυτών παλαίοντες κατά της απορροφητικής ορμής τον βουλγαρισμού, όστις πολεμεί αυτούς φυλετικώς, πολιτικώς, κοινωνικώς και εμπορικώς, αλλ’ οι αγώνες αυτών οσημέραι χαλαρούνται, αι δυνάμεις αυτών εκλείπουν, διότι ουδείς ορέγει αυτοίς βοηθόν χείρα. 
Η σκληρά αύτη εγκατάλειψις είναι πολύ επιζημιωτέρα των δεινών προσβολών του σλαβισμού, διότι εξ αυτών μεν παράγεται ενίοτε παρά τοις Έλλησι το αίσθημα πείσμονος εγκαρτερήσεως, αλλ’ εκ της εγκαταλείψεως, εκ της απαρνήσεως αδελφών προς αδελφούς γεννώνται η απελπισία, η πτώσις, η καταστροφή, εάν δε η εγκατάλειψις :ντη εξακολουθήσει επίμικρόν είναι ζήτημα εάν ο ενταύθα ελληνισμός θα δυνηθή να διαφύγει την δύναμιν της έλξεως του βουλγαρικού όγκου. Ένεκα της απελπιστικής ταύτης θέσεως και αυτοί οι γενναιότεροι πατριώται ήρξαντο κλονιζόμενοι εν ταις πεποιθήσεσι αυτών περί αισιωτέρου εθνικού μέλλοντος, πάντα δε τα κοινά ενταύθα πράγματα ευρίσκονται εις χαλάρωσιν και εμποιούσιν ιπογοήτευσιν και εν ταις περιφερείαις, εν αις το ελληνικόν στοιχείον φαίνεται πωσδήποτε επικρατούν... Απέναντι τοιαύτης καταστάσεως... ύηριστόν καθήκον επιβάλλεται παντί φιλοπά- τριδι, ίνα ενεργήσει προς άρσιν ή τουλάχιστον προς περιορισμόν των παραγόντων αυτών αιτίων. Προ παντός όμως άλλου... θέλει συντελεσθεί η εντολή αντη υπό των τεταγμένων να ενεργώσιν υπέρ της προόδου του καθόλου ελληνισμού και ιδία υπό της Σεβαστής Κυβερνήσεως της αυτού Μεγαλειότητος, ην απολύτως ενταύθα εκ¬προσωπείτε. Εάν η Κυβέρνησις του Βασιλέως ευδοκήση, ίνα επέλθη αντιλήπτωρ των ενταύθα Ελλήνων, και συν τη ηθική αυτής αρωγή να χορηγήση υπέρ των εθνικών αυτών αναγκών και υλικήν τινά συνδρομήν, ουχί οίαν χορηγεί υπέρ των Βουλγάρων, ει και παντοδυνάμων όντων ενταύθα και μηδενός στερούμενων, η Ρωσσική κυβέρνησις, ή η Αυστριακή υπέρ της καθολικής προπαγάνδας, αλλά μικράν, αλλ’ ελαχίστην ως επί παραδείγματι ουχί ανωτέραν των τριάκοντα χιλιάδων δραχμών ετησίως, διανεμομένην διά του ενταύθα Γενικού Βασιλικού Προξενείου, καταφανή γενήσονται τα εκ της υλικής και ηθικής συνδρομής σωτήρια αποτελέσματα...».

Το ελληνικό κράτος δεν υπήρξε αδιάφορο απέναντι στις ελληνικές κοινότητες της Ανατολικής Ρωμυλίας και έστελνε χρηματική βοήθεια, αλλά όχι σε τακτά χρονικά διαστήματα. Δεν έλλειπαν όμως οι διενέξεις ανάμεσα στις κοινότητες, στον μητροπολίτη και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για τον δικαιούχο αποδέκτη της επιχορήγησης.

Σε κάθε περίπτωση, οι ελληνικοί ιθύνοντες κύκλοι είχαν επίγνωση του γεγονότος ότι η οικονομική συνδρομή απλά θα παρέτεινε τον χρόνο επιβίωσης του ντόπιου ελληνισμού. Ωστόσο, στα σχολικά εγχειρίδια της Ελλάδας γινόταν αναφορά στην Ανατολική Ρωμυλία.

 Κατά τη διάρκεια του αυτόνομου πολιτικού βίου της Ανατολικής Ρωμυλίας (1879-1885), οι Γενικοί Διοικητές, οι βουλγαρικής καταγωγής Αλέκος Βογορίδης 11879-1884) και Γαβριήλ Κρέστοβιτς (1884-1885), εφάρμοσαν μία πολιτική διακρίσεων σε βάρος του ελληνισμού της περιοχής.

Το Γενικό Διευθυντήριο, η κυβέρνηση της Ανατολικής Ρωμυλίας, αποτελούνταν αποκλειστικά από Βουλγάρους, η ελληνική γλώσσα παραγκωνιζόταν στον δημόσιο βίο, οι διοικητικές και δικαστικές θέσεις δίνονταν κυρίως στους Βουλγάρους ενώ στη συγκρότηση της πολιτοφυλακής, της χωροφυλακής και της αστυνομίας συμμετείχαν κατά κανόνα Βούλγαροι.

 Η πολιτική των Γενικών Διοικητών και του Γενικού Διευθυντηρίου για τη μείωση της επιρροής του ελληνικού στοιχείου κινήθηκε στους εξής άξονες:

1) Αναδιάταξη των διοικητικών και εκλογικών περιφερειών με αποκλειστικά εθνοτικά κριτήρια, ώστε να αποσπαστούν χωριά με ελληνική πλειοψηφία και να προστεθούν εκεί βουλγαρικά χωριά,

2) επιβολή υψηλής φορολογίας στον ελληνικό πληθυσμό, τόσο στον αγροτικό όσο και στον αστικό,

3) υφαρπαγή εκκλησιών και σχολείων.
Εφημερίδες Φιλιππούπολης 1906

Αν και οι πρώτες προσπάθειες των Βουλγάρων να υφαρπάσουν τον σταυροπηγιακό ναό της Αγίας Παρασκευής (Δεκέμβριος 1879) και το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος (Μάιος 1881) στο Καβακλή απέτυχαν, ωστόσο δεν υπήρχε καμιά εγγύηση για το μέλλον .

 Ο κίνδυνος του εκβουλγαρισμού ήταν ορατός στις μικρές και απομονωμένες αγροτικές κοινότητες, όπου ήταν δύσκολη η λειτουργία ελληνικών σχολείων και υπήρχαν βουλγαρικά σχολεία ως αναγκαία εναλλακτική λύση.

 Οι αγροτικοί ελληνικοί πληθυσμοί ήταν περισσότερο ευάλωτοι στον εκβουλγαρισμό, όταν είχαν την αίσθηση της εγκατάλειψης και της αδιαφορίας από το ελληνικό κράτος.

 Στα αστικά κέντρα, όπου ο ελληνισμός ήταν οικονομικά εύρωστος, συμπαγής και η λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος απρόσκοπτη, η αντίσταση στον εκβουλγαρισμό ήταν σθεναρότερη.

 Αλλά και εδώ, η παγίδα του εκβουλγαρισμού ήταν το δέλεαρ των μικτών γάμων που παρείχαν στις Ελληνίδες τη δυνατότητα πρόσβασης στην ανερχόμενη πολιτική ελίτ.

Βούλγαροι, αξιωματικοί κυρίως αλλά και πολιτικοί αργότερα (όπως ο Βασίλ Ραδοσλάβωφ), νυμφεύονταν Ελληνίδες καλών αστικών οικογενειών χωρίς προίκα.

Οι Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας, που υφίσταντο την πολιτική του εκβουλγαρισμού, επεσήμαναν την παγίδα των βουλγαρικών αιτημάτων για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία, σύμφωνα με το άρθρο 23 της Συνθήκης του Βερολίνου.

Η στάση των βουλγαρικών παραγόντων έναντι του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας συνιστούσε προάγγελο και της τύχης του ελληνισμού της Μακεδονίας, αν η τελευταία αποκτούσε αυτόνομο καθεστώς, όπως επεδίωκαν οι Βούλγαροι.

Βουλγαρικές εξεγέρσεις μικρής εμβέλειας ξεσπούσαν στη Μακεδονία μετά το Συνέδριο του Βερολίνου. Προτεραιότητα, βέβαια, της βουλγαρικής εξωτερικής πολιτικής αποτελούσε η προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στη βουλγαρική ηγεμονία.