Στις 10 Φεβρουάριου του 1885 ιδρύθηκε στη Φιλιππούπολη η οργάνωση
«Βουλγαρική Μυστική Επαναστατική Κεντρική Επιτροπή»,
που έθεσε ως άμεσο στόχο της την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία.
Υποεπιτροπές της οργάνωσης συγκροτήθηκαν σε ολόκληρη την Ανατολική Ρωμυλία, διοργανώθηκαν συλλαλητήρια ενώ μέσω των βουλγαρικών εφημερίδων της Ανατολικής Ρωμυλίας εκλαϊκεύθηκε η ιδέα της ένωσης και αποκαταστάθηκαν επαφές με βουλγαρομακεδονικούς κύκλους της βουλγαρικής ηγεμονίας.
Η παμβουλγαρική εθνική υπόθεση απέκτησε νέα δυναμική.
Με την ευκαιρία της εβδόμης επετείου της υπογραφής της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, Βούλγαροι υπάλληλοι της Στενημάχου προσκάλεσαν Βουλγάρους περίοικους από τα γειτονικά χωριά και διοργάνωσαν συλλαλητήριο στη βουλγαρική συνοικία της πόλης, διαμαρτυρόμενοι για την καταπίεση των Βουλγάρων της Μακεδονίας, που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της, όπως ισχυρίζονταν.
Επειδή η εκδήλωση αποσκοπούσε και στο να αποδείξει ότι η Στενήμαχος είχε ήδη εκβουλγαρισθεί, οι τοπικοί φορείς, με επικεφαλής τον βουλευτή Σωτήριο Αντωνιάδη, διοργάνωσαν αντισυλλαλητήριο στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο με τη συμμετοχή 4.000 Ελλήνων και όλων των Οθωμανών της πόλης.
Στον φλογερό του λόγο ο Αντωνιάδης στιγμάτισε τη βουλγαρική προπαγάνδα,
η οποία χαρακτήριζε τη Μακεδονία «ως βουλγαρική χώρα», αναφέρθηκε στους Ελληνες και τους Οθωμανούς που αποτελούσαν την πλειοψηφία και κάλεσε τις Μεγάλες Δυνάμεις να μη δώσουν την παραμικρή προσοχή στις φαντασιώσεις των Βουλγάρων, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν την αυτονομία της Ανατολικής Ρωμυλίας για την καταδυνάστευση των μειονοψηφιών.
Στο πνεύμα του λόγου του Αντωνιάδη, συντάχθηκε στα γαλλικά και το σχετικό ψήφισμα που υποβλήθηκε στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων και στον Γενικό Διοικητή.
Τα βασικά σημεία του ψηφίσματος σε ελληνική μετάφραση ήταν τα ακόλουθα:
«1) Ενδιαφερόμενοί περί της τύχης της Μακεδονίας, ως οικουμένης το πλείστον υπό Ελλήνων και Οθωμανών, διαμαρτρόμεθα κατά των πανσλανϊστικών ραδιουργιών και υποκινήσεων των τεινουσών εις το να διαπιστωθή παρά τη κοινή γνώμη της Ευρώπης, ότι η Μακεδονία είνε χώρα βουλγαρική, και αποκρούομεν μετ’ αγανακτήσεως τα υπό των Βουλγάρων μετερχόμενα μέσα, λόγω μεν προς βελτίωσιν δήθεν της τύχης των κατοίκων της Μακεδονίας, πράγματι δε προς εξυπηρέτησιν δολίων πολιτικών σκοπών και ξένων συμφερόντων.
2) Διαμαρτυρόμεθα κατά της αποφάσεως της ληφθείσης εν τη απόπειρα συγκροτήσεως συλλαλητηρίου υπό περίοικων τινών Βουλγάρων χωρικών εν τίνι αποκέντρω προαστείω της ελληνικωτάτης ημών πόλεως εν ονόματι δήθεν των κατοίκων Στενημάχου.
3) Εκφράζομεν την βαθείαν ημών λύπην επί ταις προσβολαίς και ταις ύβρεσιν ταις απευθυνθείσας υπό των Βουλγάρων εν τοις συλλαλητηρίοις και διαδηλώσεσιν αυτών κατά των Ελλήνων και των Οθωμανών, κατά της κυριαρχίας του Σουλτάνου και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
4) Παρακαλούμεν τας Δυνάμεις συνυπογραιράσας την συνθήκην του Βερολίνου, ίνα εν τη ευθυδικία αυτών επιβάλωσιν την πίστην εφαρμογήν του Οργανικού νόμου της Ανατολικής Ρωμυλίας, του αναφανδόν καταπατουμένου υπ’ αυτών εκείνων, οίτινες συγκροτούντες ενταύθα συλλαλητήριον υπέρ των εν Μακεδονία Βουλγάρων, απαιτούσιν την εισαγωγήν δήθεν φιλελευθέρων θεσμών εν Μακεδονία ...» .
Ως αντίδραση στη συμμετοχή Βουλγάρων της Ανατολικής Ρωμυλίας στις εορταστικές εκδηλώσεις στη Σόφια για τα 1.000 χρόνια από τον θάνατο του Μεθοδίου, ενέργεια που σημειολογικά υποδήλωνε τις βουλγαρικές διεκδικήσεις επί της Μακεδονίας,
οι Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας αποφάσισαν να εορτάσουν επιδεικτικά την ονομαστική εορτή του βασιλέως Γεωργίου.
Με τη σύμφωνη γνώμη του γενικού προξένου, Νικόλαου Γεννάδη, σημαιοστόλισαν το απόγευμα της 22ας Απριλίου 1885 τις οικίες και τα καταστήματα.
Η πατριωτική αυτή κίνηση των Ελλήνων προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του βουλγαρικού όχλου, ο οποίος «ήρξατο επιτιθέμενος αδιακρίτως κατά παντός Έλληνας το έθνος και διερχόμενος ανά πάσας τας ελληνικός συνοικίας έθραυε και κατέστρεφε παν το προυτυχόν, καθυβρίζων βαναύσως και αγενώς τψ ψετέραν εθνότητα, το δε χείριστον είναι ότι πάσαι αι βιοπραγίαι αύται διεπράττοντο τη προστασία και συγκαλήψει των οργάνων της διοικήσεως και της δψοσίας δυνάμεως ...».
Την επόμενη μέρα, λόγω της αστυνομικής διαταγής που απαγόρευσε κάθε συλλαλητήριο, οι Ελληνες υπέστειλαν τις σημαίες αλλά τα έκτροπα του βουλγαρικού όχλου, με την ανοχή των τοπικών αρχών, συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση.
Οι διαδηλωτές πολιόρκησαν τη μητρόπολη Φιλιππουπόλεως με απειλητικές διαθέσεις. Ο Γεννάδης ζήτησε την υποστήριξη του Άγγλου προξένου ο οποίος, παρά την κωλυσιεργία του Ρώσου συναδέλφου του, κατάφερε τελικά να πείσει τον Γενικό Διοικητή, Γαβριήλ Κρέστεβιτς, να εξαναγκάσει τους διαδηλωτές να άρουν την πολιορκία της μητρόπολης.
Το εθνοτικό μίσος καλλιεργούνταν έντεχνα από τη «Βουλγαρική Κεντρική Μυστική Επαναστατική Επιτροπή» με την ενθάρρυνση των ίδιων των κρατικών αρχών.
Ήταν η εθνικιστική έξαρση των Βουλγάρων εν όψει των προετοιμασιών για την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη βουλγαρική ηγεμονία. Η ταν ένα κίνημα που ξεκίνησε από τη βάση, αλλά, καθώς η ιδέα της ένωσης είχε ήδη ωριμάσει στη συνείδηση της πολιτικής ηγεσίας, οι αντιστάσεις ήταν μηδαμινές.
Επίσης, η διεθνής συγκυρία δεν ήταν δυσμενής. Αμφιβολίες υπήρχαν ίσως για τη στάση της Ρωσίας. Τα γεγονότα της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας (6/19 Σεπτεμβρίου 1885) έχουν αποτελέσει αντικείμενο αναλυτικής έρευνας από τους Βουλγάρους ιστορικούς.
Η ελληνική κυβέρνηση Δηλιγιάννη, η οποία φοβόταν βουλγαρική εξέγερση στη Μακεδονία στον απόηχο του βουλγαρικού πραξικοπήματος της Φιλιππούπολης, εξέταζε δύο σενάρια:
1) Η Οθωμανική Αυτοκρατορία να εισβάλει στην Ανατολική Ρωμυλία και να αποκαταστήσει την τάξη. Στην περίπτωση αυτή, η Ελλάδα θα στήριζε διπλωματικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
2) Εισβολή της Ελλάδας στη Μακεδονία ή στην Η πείρο, με σκοπό τη διεκδίκηση εδαφών, ως αντιστάθμισμα σε περίπτωση που οι Μεγάλες Δυνάμεις αποδέχονταν το βουλγαρικό πραξικόπημα. Εδώ τέθηκε ζήτημα στρατιωτικής συνεργασίας της Ελλάδας με τη Σερβία κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σύντομα, ωστόσο, έφτασαν βάσιμες πληροφορίες στην Αθήνα από τη Σόφια ότι η βουλγαρική κυβέρνηση του Πέτκο Καραβέλωφ και ο ηγεμόνας Αλεξάντερ Μπάτενμπεργκ σε καμία περίπτωση δεν σχέδιαζαν να προκαλέσουν εξέγερση στη Μακεδονία, διότι προείχε η διεθνής αναγνώριση της ένωσης της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη βουλγαρική ηγεμονία.
Η μεταβολή των σερβικών σχεδίων, η κήρυξη πολέμου από τη Σερβία κατά της Βουλγαρίας για την κατάληψη στρατηγικών σημείων, ώστε να ελέγχεται η Σόφια, και η επακόλουθη συντριπτική ήττα της Σερβίας κατέστησαν άνευ περιεχομένου κάθε πολεμικό σχέδιο της Αθήνας για εισβολή στην Ηπείρο ή στη Μακεδονία, από τη στιγμή που και οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν ενέκριναν πολεμικές επιχειρήσεις.
Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη συντηρούσε μια πολεμική ατμόσφαιρα στην Ελλάδα, ελπίζοντας ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις κατά τον οριστικό διακανονισμό του βουλγαρικού ζητήματος θα λάμβαναν υπόψη τα ελληνικά αιτήματα.
Με την υπογραφή της σύμβασης του Τοπχανέ έληξε ο λεγόμενος «ψευτοπόλεμος του Δηλιγιάννη». Η σύμβαση του Τοπχανέ (5 Απριλίου του 1886) προέβλεπε την προσωπική ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη βουλγαρική ηγεμονία ενώ ο ηγεμόνας της Ανατολικής Ρωμυλίας θα εκτελούσε ταυτόχρονα και χρέη Γενικού Διοικητού, καταβάλλοντας τον φόρο υποτέλειας στην Υψηλή Πύλη.
De jure η Ανατολική Ρωμυλία παρέμεινε οθωμανική επαρχία, αλλά η Υψηλή Πύλη δεν είχε το δικαίωμα να διατηρεί εκεί στρατό.
Η Ρωσία, που στην ουσία ήταν κατά του ηγεμόνα Αλεξάντερ Μπάτενμπεργκ λόγω της ανεξάρτητης πολιτικής του και όχι κατά της ένωσης, επέβαλε στην πράξη της προσωπικής ένωσης της σύμβασης του Τοπχανέ να μη μνημονευθεί το όνομα του Μπάτενμπεργκ.
Η Ρωσία στήριξε τη βουλγαρική ηγεμονία στο ζήτημα της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας, αλλά είχε θέσει ως όρο την απομάκρυνση του Μπάτενμπεργκ και την ανάκτηση της επιρροής της στη Βουλγαρία.
Ο βουλγαρικός πολιτικός κόσμος και το στράτευμα διχάστηκαν σε Ρωσόφιλους και φιλοδυτικούς Ρωσόφοβους. Μετά την παραίτηση του Μπάτενμπεργκ, λόγω έντονων ρωσικών πιέσεων, και την απόρριψη από τη βουλγαρική Μεγάλη Εθνοσυνέλευση του υποψηφίου της Ρωσίας για την ηγεμονία της Βουλγαρίας, του Γεωργιανού πρίγκιπα Νικόλα Μιγκριέλι, διακόπηκαν για δέκα περίπου χρόνια οι ρωσοβουλγαρικές διπλωματικές σχέσεις.
Μετά από μια μεγάλη περιπέτεια για την εξεύρεση ηγεμόνα, τελικά σε βουλγαρική αντιπροσωπεία που μετέβη στη Βιέννη προτάθηκε ως ηγεμόνας ο πρίγκιπας του Κοβούργου της Σαξωνίας, Φερδινάνδος.
Η βουλγαρική Μεγάλη Εθνοσυνέλευση ενέκρινε τον Ιούνιο του 1877 την υποψηφιότητα του Φερδινάνδου, ο οποίος τον Αύγουστο του ίδιου έτους έφτασε στη Βουλγαρία. Η εκλογή του Φερδινάνδου δεν εξασφάλισε την επιδοκιμασία της Βουλγαρίας από την Υψηλή Πύλη και τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Για 9 περίπου χρόνια παρέμενε μία συμβολική φιγούρα στη διεθνή πολιτική σκηνή, χωρίς να μπορεί να υπογράφει διεθνείς συμφωνίες και να δέχεται ξένους ηγέτες.
Στην πολιτική σκηνή της Βουλγαρίας κυριαρχούσε η μορφή του πρωθυπουργού Στέφαν Σταμπουλώφ (1887-1894), ηγέτη του Λαϊκο-Φιλελεύθερου Κόμματος.
Ο Σταμπουλώφ ακολούθησε μια δυτικόφιλη εξωτερική πολιτική και στράφηκε κυρίως προς την Αυστρο-Ουγγαρία και την Αγγλία.
Από οικονομική άποψη, η Βουλγαρία επιτέλεσε σημαντική πρόοδο. Με την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Τσάριμπροντ-Βακαρέλ ολοκληρώθηκε η σιδηροδρομική σύνδεση της Βιέννης με την Κωνσταντινούπολη που εγκαινιάστηκε επίσημα στις 12 Αυγούστου 1888.
Η Βουλγαρία εισήλθε στην ευρωπαϊκή αγορά και αυστριακό κεφάλαιο διείσδυε στη χώρα.
Το 1891 εγκαινιάστηκε η σιδηροδρομική γραμμή Γιάμπολ- Πύργου και καταστρώθηκαν σχέδια για την κατασκευή των λιμανιών του Πύργου και της Βάρνας.
Λόγω των εμπορικών ευκαιριών που παρείχαν η σιδηροδρομική σύνδεση της Βιέννης με την Κωνσταντινούπολη, η σιδηροδρομική σύνδεση του εσωτερικού της Ανατολικής Ρωμυλίας με τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και η ατμοπλοία του Δούναβη, στην Ανατολική Ρωμυλία παρατηρήθηκε ένα νέο μεταναστευτικό ρεύμα Ελλήνων υπηκόων.
Η σταδιακή ανάπτυξη των βουλγαρικών λιμανιών του Πύργου και της Βάρνας και το εκτενές εσωτερικό σιδηροδρομικό δίκτυο της Βουλγαρίας ευνοούσαν τις ελληνικές εμπορικές δραστηριότητες με σημείο εκκίνησης τον Πειραιά, τη διέλευση των Στενών με ατμόπλοια, την προσάραξη στον Πύργο και τη διακίνηση των προϊόντων στο εσωτερικό της Βουλγαρίας.
Ελληνες υπήκοοι, που ασχολούνταν με το εμπόριο, δραστηριοποιούνταν κατά μήκος της γραμμής Πύργου-Βάρνας . Παρά την απουσία επί του παρόντος αρκετών διαθέσιμων στοιχείων, πιστοποιείται από διάσπαρτες πηγές και η μετανάστευση Ελλήνων από τη Δυτική Μακεδονία στην Ανατολική Ρωμυλία, λόγω των παρεχόμενων οικονομικών ευκαιριών.
«Βουλγαρική Μυστική Επαναστατική Κεντρική Επιτροπή»,
που έθεσε ως άμεσο στόχο της την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία.
Υποεπιτροπές της οργάνωσης συγκροτήθηκαν σε ολόκληρη την Ανατολική Ρωμυλία, διοργανώθηκαν συλλαλητήρια ενώ μέσω των βουλγαρικών εφημερίδων της Ανατολικής Ρωμυλίας εκλαϊκεύθηκε η ιδέα της ένωσης και αποκαταστάθηκαν επαφές με βουλγαρομακεδονικούς κύκλους της βουλγαρικής ηγεμονίας.
Γραμματόσημα σε τρεις γλώσσες, Ελληνική-Βουλγαρική-Τουρκική και τίτλος ιδιοκτησίας της Αυτόνομης Ανατολικής Ρωμυλίας 1879-1885 |
Η παμβουλγαρική εθνική υπόθεση απέκτησε νέα δυναμική.
Με την ευκαιρία της εβδόμης επετείου της υπογραφής της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, Βούλγαροι υπάλληλοι της Στενημάχου προσκάλεσαν Βουλγάρους περίοικους από τα γειτονικά χωριά και διοργάνωσαν συλλαλητήριο στη βουλγαρική συνοικία της πόλης, διαμαρτυρόμενοι για την καταπίεση των Βουλγάρων της Μακεδονίας, που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της, όπως ισχυρίζονταν.
Επειδή η εκδήλωση αποσκοπούσε και στο να αποδείξει ότι η Στενήμαχος είχε ήδη εκβουλγαρισθεί, οι τοπικοί φορείς, με επικεφαλής τον βουλευτή Σωτήριο Αντωνιάδη, διοργάνωσαν αντισυλλαλητήριο στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο με τη συμμετοχή 4.000 Ελλήνων και όλων των Οθωμανών της πόλης.
Στον φλογερό του λόγο ο Αντωνιάδης στιγμάτισε τη βουλγαρική προπαγάνδα,
η οποία χαρακτήριζε τη Μακεδονία «ως βουλγαρική χώρα», αναφέρθηκε στους Ελληνες και τους Οθωμανούς που αποτελούσαν την πλειοψηφία και κάλεσε τις Μεγάλες Δυνάμεις να μη δώσουν την παραμικρή προσοχή στις φαντασιώσεις των Βουλγάρων, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν την αυτονομία της Ανατολικής Ρωμυλίας για την καταδυνάστευση των μειονοψηφιών.
Στο πνεύμα του λόγου του Αντωνιάδη, συντάχθηκε στα γαλλικά και το σχετικό ψήφισμα που υποβλήθηκε στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων και στον Γενικό Διοικητή.
Τα βασικά σημεία του ψηφίσματος σε ελληνική μετάφραση ήταν τα ακόλουθα:
«1) Ενδιαφερόμενοί περί της τύχης της Μακεδονίας, ως οικουμένης το πλείστον υπό Ελλήνων και Οθωμανών, διαμαρτρόμεθα κατά των πανσλανϊστικών ραδιουργιών και υποκινήσεων των τεινουσών εις το να διαπιστωθή παρά τη κοινή γνώμη της Ευρώπης, ότι η Μακεδονία είνε χώρα βουλγαρική, και αποκρούομεν μετ’ αγανακτήσεως τα υπό των Βουλγάρων μετερχόμενα μέσα, λόγω μεν προς βελτίωσιν δήθεν της τύχης των κατοίκων της Μακεδονίας, πράγματι δε προς εξυπηρέτησιν δολίων πολιτικών σκοπών και ξένων συμφερόντων.
2) Διαμαρτυρόμεθα κατά της αποφάσεως της ληφθείσης εν τη απόπειρα συγκροτήσεως συλλαλητηρίου υπό περίοικων τινών Βουλγάρων χωρικών εν τίνι αποκέντρω προαστείω της ελληνικωτάτης ημών πόλεως εν ονόματι δήθεν των κατοίκων Στενημάχου.
3) Εκφράζομεν την βαθείαν ημών λύπην επί ταις προσβολαίς και ταις ύβρεσιν ταις απευθυνθείσας υπό των Βουλγάρων εν τοις συλλαλητηρίοις και διαδηλώσεσιν αυτών κατά των Ελλήνων και των Οθωμανών, κατά της κυριαρχίας του Σουλτάνου και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
4) Παρακαλούμεν τας Δυνάμεις συνυπογραιράσας την συνθήκην του Βερολίνου, ίνα εν τη ευθυδικία αυτών επιβάλωσιν την πίστην εφαρμογήν του Οργανικού νόμου της Ανατολικής Ρωμυλίας, του αναφανδόν καταπατουμένου υπ’ αυτών εκείνων, οίτινες συγκροτούντες ενταύθα συλλαλητήριον υπέρ των εν Μακεδονία Βουλγάρων, απαιτούσιν την εισαγωγήν δήθεν φιλελευθέρων θεσμών εν Μακεδονία ...» .
Ως αντίδραση στη συμμετοχή Βουλγάρων της Ανατολικής Ρωμυλίας στις εορταστικές εκδηλώσεις στη Σόφια για τα 1.000 χρόνια από τον θάνατο του Μεθοδίου, ενέργεια που σημειολογικά υποδήλωνε τις βουλγαρικές διεκδικήσεις επί της Μακεδονίας,
οι Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας αποφάσισαν να εορτάσουν επιδεικτικά την ονομαστική εορτή του βασιλέως Γεωργίου.
Με τη σύμφωνη γνώμη του γενικού προξένου, Νικόλαου Γεννάδη, σημαιοστόλισαν το απόγευμα της 22ας Απριλίου 1885 τις οικίες και τα καταστήματα.
Η πατριωτική αυτή κίνηση των Ελλήνων προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του βουλγαρικού όχλου, ο οποίος «ήρξατο επιτιθέμενος αδιακρίτως κατά παντός Έλληνας το έθνος και διερχόμενος ανά πάσας τας ελληνικός συνοικίας έθραυε και κατέστρεφε παν το προυτυχόν, καθυβρίζων βαναύσως και αγενώς τψ ψετέραν εθνότητα, το δε χείριστον είναι ότι πάσαι αι βιοπραγίαι αύται διεπράττοντο τη προστασία και συγκαλήψει των οργάνων της διοικήσεως και της δψοσίας δυνάμεως ...».
Την επόμενη μέρα, λόγω της αστυνομικής διαταγής που απαγόρευσε κάθε συλλαλητήριο, οι Ελληνες υπέστειλαν τις σημαίες αλλά τα έκτροπα του βουλγαρικού όχλου, με την ανοχή των τοπικών αρχών, συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση.
Οι διαδηλωτές πολιόρκησαν τη μητρόπολη Φιλιππουπόλεως με απειλητικές διαθέσεις. Ο Γεννάδης ζήτησε την υποστήριξη του Άγγλου προξένου ο οποίος, παρά την κωλυσιεργία του Ρώσου συναδέλφου του, κατάφερε τελικά να πείσει τον Γενικό Διοικητή, Γαβριήλ Κρέστεβιτς, να εξαναγκάσει τους διαδηλωτές να άρουν την πολιορκία της μητρόπολης.
Το εθνοτικό μίσος καλλιεργούνταν έντεχνα από τη «Βουλγαρική Κεντρική Μυστική Επαναστατική Επιτροπή» με την ενθάρρυνση των ίδιων των κρατικών αρχών.
Ήταν η εθνικιστική έξαρση των Βουλγάρων εν όψει των προετοιμασιών για την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη βουλγαρική ηγεμονία. Η ταν ένα κίνημα που ξεκίνησε από τη βάση, αλλά, καθώς η ιδέα της ένωσης είχε ήδη ωριμάσει στη συνείδηση της πολιτικής ηγεσίας, οι αντιστάσεις ήταν μηδαμινές.
Επίσης, η διεθνής συγκυρία δεν ήταν δυσμενής. Αμφιβολίες υπήρχαν ίσως για τη στάση της Ρωσίας. Τα γεγονότα της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας (6/19 Σεπτεμβρίου 1885) έχουν αποτελέσει αντικείμενο αναλυτικής έρευνας από τους Βουλγάρους ιστορικούς.
Η ελληνική κυβέρνηση Δηλιγιάννη, η οποία φοβόταν βουλγαρική εξέγερση στη Μακεδονία στον απόηχο του βουλγαρικού πραξικοπήματος της Φιλιππούπολης, εξέταζε δύο σενάρια:
1) Η Οθωμανική Αυτοκρατορία να εισβάλει στην Ανατολική Ρωμυλία και να αποκαταστήσει την τάξη. Στην περίπτωση αυτή, η Ελλάδα θα στήριζε διπλωματικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
2) Εισβολή της Ελλάδας στη Μακεδονία ή στην Η πείρο, με σκοπό τη διεκδίκηση εδαφών, ως αντιστάθμισμα σε περίπτωση που οι Μεγάλες Δυνάμεις αποδέχονταν το βουλγαρικό πραξικόπημα. Εδώ τέθηκε ζήτημα στρατιωτικής συνεργασίας της Ελλάδας με τη Σερβία κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σύντομα, ωστόσο, έφτασαν βάσιμες πληροφορίες στην Αθήνα από τη Σόφια ότι η βουλγαρική κυβέρνηση του Πέτκο Καραβέλωφ και ο ηγεμόνας Αλεξάντερ Μπάτενμπεργκ σε καμία περίπτωση δεν σχέδιαζαν να προκαλέσουν εξέγερση στη Μακεδονία, διότι προείχε η διεθνής αναγνώριση της ένωσης της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη βουλγαρική ηγεμονία.
Η μεταβολή των σερβικών σχεδίων, η κήρυξη πολέμου από τη Σερβία κατά της Βουλγαρίας για την κατάληψη στρατηγικών σημείων, ώστε να ελέγχεται η Σόφια, και η επακόλουθη συντριπτική ήττα της Σερβίας κατέστησαν άνευ περιεχομένου κάθε πολεμικό σχέδιο της Αθήνας για εισβολή στην Ηπείρο ή στη Μακεδονία, από τη στιγμή που και οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν ενέκριναν πολεμικές επιχειρήσεις.
Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη συντηρούσε μια πολεμική ατμόσφαιρα στην Ελλάδα, ελπίζοντας ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις κατά τον οριστικό διακανονισμό του βουλγαρικού ζητήματος θα λάμβαναν υπόψη τα ελληνικά αιτήματα.
Με την υπογραφή της σύμβασης του Τοπχανέ έληξε ο λεγόμενος «ψευτοπόλεμος του Δηλιγιάννη». Η σύμβαση του Τοπχανέ (5 Απριλίου του 1886) προέβλεπε την προσωπική ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη βουλγαρική ηγεμονία ενώ ο ηγεμόνας της Ανατολικής Ρωμυλίας θα εκτελούσε ταυτόχρονα και χρέη Γενικού Διοικητού, καταβάλλοντας τον φόρο υποτέλειας στην Υψηλή Πύλη.
De jure η Ανατολική Ρωμυλία παρέμεινε οθωμανική επαρχία, αλλά η Υψηλή Πύλη δεν είχε το δικαίωμα να διατηρεί εκεί στρατό.
Η Ρωσία, που στην ουσία ήταν κατά του ηγεμόνα Αλεξάντερ Μπάτενμπεργκ λόγω της ανεξάρτητης πολιτικής του και όχι κατά της ένωσης, επέβαλε στην πράξη της προσωπικής ένωσης της σύμβασης του Τοπχανέ να μη μνημονευθεί το όνομα του Μπάτενμπεργκ.
Η Ρωσία στήριξε τη βουλγαρική ηγεμονία στο ζήτημα της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας, αλλά είχε θέσει ως όρο την απομάκρυνση του Μπάτενμπεργκ και την ανάκτηση της επιρροής της στη Βουλγαρία.
Ο βουλγαρικός πολιτικός κόσμος και το στράτευμα διχάστηκαν σε Ρωσόφιλους και φιλοδυτικούς Ρωσόφοβους. Μετά την παραίτηση του Μπάτενμπεργκ, λόγω έντονων ρωσικών πιέσεων, και την απόρριψη από τη βουλγαρική Μεγάλη Εθνοσυνέλευση του υποψηφίου της Ρωσίας για την ηγεμονία της Βουλγαρίας, του Γεωργιανού πρίγκιπα Νικόλα Μιγκριέλι, διακόπηκαν για δέκα περίπου χρόνια οι ρωσοβουλγαρικές διπλωματικές σχέσεις.
Μετά από μια μεγάλη περιπέτεια για την εξεύρεση ηγεμόνα, τελικά σε βουλγαρική αντιπροσωπεία που μετέβη στη Βιέννη προτάθηκε ως ηγεμόνας ο πρίγκιπας του Κοβούργου της Σαξωνίας, Φερδινάνδος.
Η βουλγαρική Μεγάλη Εθνοσυνέλευση ενέκρινε τον Ιούνιο του 1877 την υποψηφιότητα του Φερδινάνδου, ο οποίος τον Αύγουστο του ίδιου έτους έφτασε στη Βουλγαρία. Η εκλογή του Φερδινάνδου δεν εξασφάλισε την επιδοκιμασία της Βουλγαρίας από την Υψηλή Πύλη και τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Για 9 περίπου χρόνια παρέμενε μία συμβολική φιγούρα στη διεθνή πολιτική σκηνή, χωρίς να μπορεί να υπογράφει διεθνείς συμφωνίες και να δέχεται ξένους ηγέτες.
Στην πολιτική σκηνή της Βουλγαρίας κυριαρχούσε η μορφή του πρωθυπουργού Στέφαν Σταμπουλώφ (1887-1894), ηγέτη του Λαϊκο-Φιλελεύθερου Κόμματος.
Ο Σταμπουλώφ ακολούθησε μια δυτικόφιλη εξωτερική πολιτική και στράφηκε κυρίως προς την Αυστρο-Ουγγαρία και την Αγγλία.
Από οικονομική άποψη, η Βουλγαρία επιτέλεσε σημαντική πρόοδο. Με την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Τσάριμπροντ-Βακαρέλ ολοκληρώθηκε η σιδηροδρομική σύνδεση της Βιέννης με την Κωνσταντινούπολη που εγκαινιάστηκε επίσημα στις 12 Αυγούστου 1888.
Η Βουλγαρία εισήλθε στην ευρωπαϊκή αγορά και αυστριακό κεφάλαιο διείσδυε στη χώρα.
Το 1891 εγκαινιάστηκε η σιδηροδρομική γραμμή Γιάμπολ- Πύργου και καταστρώθηκαν σχέδια για την κατασκευή των λιμανιών του Πύργου και της Βάρνας.
Λόγω των εμπορικών ευκαιριών που παρείχαν η σιδηροδρομική σύνδεση της Βιέννης με την Κωνσταντινούπολη, η σιδηροδρομική σύνδεση του εσωτερικού της Ανατολικής Ρωμυλίας με τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και η ατμοπλοία του Δούναβη, στην Ανατολική Ρωμυλία παρατηρήθηκε ένα νέο μεταναστευτικό ρεύμα Ελλήνων υπηκόων.
Η σταδιακή ανάπτυξη των βουλγαρικών λιμανιών του Πύργου και της Βάρνας και το εκτενές εσωτερικό σιδηροδρομικό δίκτυο της Βουλγαρίας ευνοούσαν τις ελληνικές εμπορικές δραστηριότητες με σημείο εκκίνησης τον Πειραιά, τη διέλευση των Στενών με ατμόπλοια, την προσάραξη στον Πύργο και τη διακίνηση των προϊόντων στο εσωτερικό της Βουλγαρίας.
Ελληνες υπήκοοι, που ασχολούνταν με το εμπόριο, δραστηριοποιούνταν κατά μήκος της γραμμής Πύργου-Βάρνας . Παρά την απουσία επί του παρόντος αρκετών διαθέσιμων στοιχείων, πιστοποιείται από διάσπαρτες πηγές και η μετανάστευση Ελλήνων από τη Δυτική Μακεδονία στην Ανατολική Ρωμυλία, λόγω των παρεχόμενων οικονομικών ευκαιριών.